παλαίμαχος — ο 1. παλιός και έμπειρος πολεμιστής 2. μτφ. έμπειρος, επιδέξιος σε οποιονδήποτε τομέα επιστήμης ή τέχνης, βετεράνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάλαι + μαχος (< μάχομαι). Η λ. μαρτυρείται από το 1895 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
ουετερανός — οὐετερανός και οὐετρανός και βετράνος, ὁ (Α) βετεράνος, παλαίμαχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. veteranus «παλιός στρατιώτης, παλαίμαχος» (βλ. λ. βετεράνος)] … Dictionary of Greek
Dimitris Karaflas — (griechisch: Δημήτρης Καράφλας) (* 1935 in Tithorea, Fthiotida; † 24. November 2010) war ein griechischer Leichtathlet und Trainer. Biografie Karaflas war als Diskuswerfer in den Sportvereinen AO Drama sowie Olympiakos SFP und war zwischen 1955… … Deutsch Wikipedia
καρταίπους — καρταίπους, ουν (Α) κραταίπους*. [ΕΤΥΜΟΛ. < καρταί + πους (< ποῦς), πρβλ. γωνιό πους, ελαφό πους το α συνθετικό καρταί είναι μορφή με την οποία απαντά η λ. κάρτος (κράτος) ως α συνθετικό, κατά τα παλαί , χαμαί (πρβλ. παλαίμαχος, χαμαι… … Dictionary of Greek
μάχομαι — (ΑM μάχομαι) 1. διεξάγω ή συνάπτω μάχη, κάνω πόλεμο, πολεμώ 2. καταβάλλω έντονες προσπάθειες για να φέρω κάτι σε πέρας, πασχίζω να πετύχω κάτι, αγωνίζομαι με όλες μου τις δυνάμεις να πραγματοποιήσω τους σκοπούς μου, καταβάλλω μεγάλους κόπους ώστε … Dictionary of Greek
παλαιστρατιώτης — παλαιστρατιώτης, ὁ (Α) παλαίμαχος, παλαιός πολεμιστής. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάλαι + στρατιώτης] … Dictionary of Greek
πετρανός — ὁ, Α παλιός στρατιώτης, παλαίμαχος, βετεράνος. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. αποτελεί πιθ. εσφ. γρφ. αντί οὐετρανός < λατ. veteranus] … Dictionary of Greek
πραιτωριανός — πραιτωριανός, ή, όν, ΝΑ, και πραιτοριανός, Ν 1. αυτός που έχει σχέση με τον πραίτωρα ή ανήκει σε αυτόν 2. δορυφόρος, σωματοφύλακας τού πραίτωρα 3. το αρσ. ως ουσ. ο πραιτωριανός ή πραιτοριανός α) στρατιώτης τής προσωπικής φρουράς τού Ρωμαίου… … Dictionary of Greek
συνουετρανός — ὁ, Α συμβετεράνος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + οὐετρανός «βετεράνος, παλαίμαχος»] … Dictionary of Greek
Κίγκαν, Κέβιν — (Kevin Keegan, Άρμθορπ, Γιόρκσαϊρ 1951 – ). Άγγλος ποδοσφαιριστής και προπονητής. Ξεκίνησε τη σταδιοδρομία του στην αγγλική Σκάνθροουπ. Το 1971 εντάχθηκε στο δυναμικό της Λίβερπουλ και το 1977 μεταπήδησε στο Αμβούργο. Προς το τέλος της… … Dictionary of Greek